ΜΑΡΑΘΩΝΑΣ 490 π.Χ.
Οι ορδές των βαρβάρων κίνησαν,
την Αθάνατη πόλη να πάρουν,
τους τρανούς πατριώτες νόμισαν,
τόσο εύκολα, πως θα φλιπάρουν.
Ήταν μύριοι και τόσοι στρατιώτες,
άπειρες ύλες και όλοι ζωσμένοι,
πανοπλίες ντυμένοι, ιππότες
με τα τόσα σπαθιά αρματωμένοι.
Μα η Αθήνα, η τρανή, του ΠΕΡΙΚΛΕΟΥΣ,
είναι πόλις, ένδοξων προγόνων,
και σαν μήτηρ, ηρώων και κλέους,
πάντα πρώτη, στη σειρά των αιώνων.
Ένα σύννεφο μαύρο, από σκόνη,
τον υπέρλαμπρο ήλιο, τον κρύβει,
τρέμει η γη, εμουγγάθει τ’ αηδόνι,
αλαλάζουν, τα βάρβαρα πλήθοι.
Μα οι κιοτήδες στρατιώτες τον Ξέρξη,
βρίσκουν μπρός τους, τρανά παλικάρια,
παραζάλη , τους πιάνει, τρομάρα και φέξη
σαν του Αυγούστου, γεμάτα φεγγάρια.
Η αδυσώπητη μάχη αρχίζει,
Οι Αθηναίοι, ορμούν στο πεδίο,
τους βαρβάρους, ο στρατός μας λιανίζει,
τους πηγαίνει γραμμή στο σφαγείο.
Σαν επίλογος της τρανότατης νίκης,
έχει κι όλας, η ιστορία ορίσει,
πως κανένας εχθρός πολυνίκης,
ΕΛΛΑΔΑ από τη δόξα, δεν μπορεί, να χωρίσει…